λεκάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεκάνη | οι | λεκάνες |
γενική | της | λεκάνης | των | λεκανών |
αιτιατική | τη | λεκάνη | τις | λεκάνες |
κλητική | λεκάνη | λεκάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λεκάνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλεκάνη θηλυκό
- ανοιχτό φαρδύ δοχείο με επίπεδη βάση από πλαστικό, μέταλλο ή ξύλο που χρησιμοποιείται για το άπλωμα των ρούχων, μεταφορά νερού, ζύμωμα και άλλες δουλειές του νοικοκυριού
- κεραμικό δοχείο προσαρμοσμένο στο έδαφος, για την ούρηση και την αφόδευση
- (ανατομία) μεγάλο σύνθετο οστό που αποτελείται από το ιερόν οστούν, τον κόκκυγα, τα δύο λαγόνια και τα δύο ισχιακά οστά· η διάταξη αυτή σχηματίζει μια μεγάλη κοιλότητα στη βάση του κορμού που κλείνει μπροστά στην ηβική σύμφυση και ενώνεται προς τα πάνω με τη σπονδυλική στήλη και προς τα κάτω με τους μηρούς
- βλέπε και πύελος
- (γεωγραφία) μεγάλη υπέργεια ή υποθαλάσσια έκταση που περιβάλλεται από υψώματα
- λεκάνη απορροής
- η λεκάνη της Μεσογείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλαστικό δοχείο πλύσης/πλυσίματος
|
γεωγραφία