ισχιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ισχιακός | η | ισχιακή | το | ισχιακό |
γενική | του | ισχιακού | της | ισχιακής | του | ισχιακού |
αιτιατική | τον | ισχιακό | την | ισχιακή | το | ισχιακό |
κλητική | ισχιακέ | ισχιακή | ισχιακό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ισχιακοί | οι | ισχιακές | τα | ισχιακά |
γενική | των | ισχιακών | των | ισχιακών | των | ισχιακών |
αιτιατική | τους | ισχιακούς | τις | ισχιακές | τα | ισχιακά |
κλητική | ισχιακοί | ισχιακές | ισχιακά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ισχιακός < (ελληνιστική κοινή) ἰσχιακός < αρχαία ελληνική ἰσχίον
Επίθετο
επεξεργασίαισχιακός, -ή, -ό
- σχετικός με τα ισχία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισχιακός
|