• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ισχίο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισχίο τα ισχία
      γενική του ισχίου των ισχίων
    αιτιατική το ισχίο τα ισχία
     κλητική ισχίο ισχία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ισχίο < αρχαία ελληνική ἰσχίον

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ισχίο ουδέτερο

  • η άρθρωση του μηρού με τη λεκάνη και η γύρω περιοχή

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • γοφός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ισχιακός
  • ισχιαλγία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ισχίο
  • γαλλικά : hanche (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ισχίο&oldid=5564713"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Ιουνίου 2022, στις 19:39

Γλώσσες

    • Dansk
    • English
    • Suomi
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Română
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Ιουνίου 2022, στις 19:39.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας