πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γοφός οι γοφοί
      γενική του γοφού των γοφών
    αιτιατική τον γοφό τους γοφούς
     κλητική γοφέ γοφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ακτινογραφία της περιοχής του γοφού

γοφός αρσενικό

  • η περιοχή του σώματος γύρω από το άνω τμήμα του μηρού και την άρθρωση του ισχίου

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία