↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γοφός οι γοφοί
      γενική του γοφού των γοφών
    αιτιατική τον γοφό τους γοφούς
     κλητική γοφέ γοφοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γοφός < αρχαία ελληνική γόμφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
ακτινογραφία της περιοχής του γοφού

γοφός αρσενικό

  • η περιοχή του σώματος γύρω από το άνω τμήμα του μηρού και την άρθρωση του ισχίου

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία