γόμφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γόμφος | οι | γόμφοι |
γενική | του | γόμφου | των | γόμφων |
αιτιατική | τον | γόμφο | τους | γόμφους |
κλητική | γόμφε | γόμφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γόμφος < αρχαία ελληνική γόμφος < πρωτοελληνική *gómpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵómbʰos (δόντι, πάσσαλος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γόμφος αρσενικό