γόμφωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γόμφωση | οι | γομφώσεις |
γενική | της | γόμφωσης* | των | γομφώσεων |
αιτιατική | τη | γόμφωση | τις | γομφώσεις |
κλητική | γόμφωση | γομφώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γομφώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γόμφωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γόμφωσ(ις) + -ση[1] < αρχαία ελληνικά γόμφος < πρωτοελληνική *gómpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵómbʰos (δόντι, πάσσαλος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γόμφωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γόμφωση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γόμφωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας