Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γόμφωση οι γομφώσεις
      γενική της γόμφωσης* των γομφώσεων
    αιτιατική τη γόμφωση τις γομφώσεις
     κλητική γόμφωση γομφώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γομφώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γόμφωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γόμφωσ(ις) + -ση[1] < αρχαία ελληνικά γόμφος < πρωτοελληνική *gómpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵómbʰos (δόντι, πάσσαλος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γόμφωση θηλυκό

  1. η σύνδεση κάποιων πραγμάτων με γόμφους
  2. (κατ’ επέκταση) (ανατομία) είδος (συν)άρθρωσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία