πάσσαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάσσαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάσσαλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάσσαλος αρσενικό
- ξύλινη, μεταλλική (ή κι από άλλα υλικά) μακρόστενη κατασκευή με μυτερή άκρη, που χρησιμοποιείται για να περιφράξουμε κάτι ή γενικά στην οικοδομική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πάσσαλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πάσσαλος | οἱ | πάσσαλοι |
γενική | τοῦ | πασσάλου | τῶν | πασσάλων |
δοτική | τῷ | πασσάλῳ | τοῖς | πασσάλοις |
αιτιατική | τὸν | πάσσαλον | τοὺς | πασσάλους |
κλητική ὦ! | πάσσαλε | πάσσαλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πασσάλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πασσάλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πάσσαλος < πήγνυμι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
πάσσαλος αρσενικό
- ξύλινο καρφί σε τοίχο για κρέμασμα αντικειμένων
- ※ οὐδὲ τῶν ἐν κήποις φεισάμενον σευτλίων [αντί τευτλίων], ὡς τὸ δὴ λεγόμενον μηδὲ πάσσαλόν μοι καταλιπεῖν (Λουκαινός, Δίκη συμφώνων, 9. 2-3
- → λείπει η μετάφραση
- ※ οὐδὲ τῶν ἐν κήποις φεισάμενον σευτλίων [αντί τευτλίων], ὡς τὸ δὴ λεγόμενον μηδὲ πάσσαλόν μοι καταλιπεῖν (Λουκαινός, Δίκη συμφώνων, 9. 2-3
- σφήνα για να ανοίγουν τρύπες
- (μεταφορικά) ανάξιος λόγου
- (μεταφορικά) η πόσθη
Πηγές επεξεργασία
- πάσσαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάσσαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.