πάσσαλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάσσαλος | οι | πάσσαλοι |
γενική | του | πασσάλου & πάσσαλου |
των | πασσάλων |
αιτιατική | τον | πάσσαλο | τους | πασσάλους & πάσσαλους |
κλητική | πάσσαλε | πάσσαλοι | ||
όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πάσσαλος < αρχαία ελληνική πάσσαλος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πάσσαλος αρσενικό
- ξύλινη, μεταλλική (ή κι από άλλα υλικά) μακρόστενη κατασκευή με μυτερή άκρη, που χρησιμοποιείται για να περιφράξουμε κάτι ή γενικά στην οικοδομική
- χοντρό ραβδί από ξύλο ή από μέταλλο που η άκρη του είναι μυτερή
- παλούκι
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- απασσάλωτος
- ξεπασσάλωμα
- ξυλοπάσσαλος
- πασσαλάκι
- πασσαλίσκος
- πασσαλόκτιστος
- πασσαλοπήκτης
- πασσαλόπηκτος
- πασσαλοσανίδα
- πασσάλωμα
- πασσαλώνω
- πασσαλωμένος
- πασσάλωση
- πασσαλωτής
- σανιδοπάσσαλος
- σιδηροπάσσαλος
- τσιμεντοπάσσαλος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | πάσσαλος | πασσάλω | πάσσαλοι |
Γενική | πασσάλου | πασσάλοιν | πασσάλων |
Δοτική | πασσάλῳ | πασσάλοιν | πασσάλοις |
Αιτιατική | πάσσαλον | πασσάλω | πασσάλους |
Κλητική | πάσσαλε | πασσάλω | πάσσαλοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πάσσαλος < πήγνυμι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πάσσαλος αρσενικό
- ξύλινο καρφί σε τοίχο για κρέμασμα αντικειμένων
- σφήνα για να ανοίγουν τρύπες
- (μεταφορικά) ανάξιος λόγου
- (μεταφορικά) η πόσθη
- πάσσαλος «οὐδὲ τῶν ἐν κήποις φεισάμενον σευτλίων [αντί τευτλίων], ὡς τὸ δὴ λεγόμενον μηδὲ πάσσαλόν μοι καταλιπεῖν» Λουκιανός «Δίκη συμφώνων» 9. 2-3