↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πάσσαλος οι πάσσαλοι
      γενική του πασσάλου
πάσσαλου
των πασσάλων
    αιτιατική τον πάσσαλο τους πασσάλους
πάσσαλους
     κλητική πάσσαλε πάσσαλοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάσσαλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πάσσαλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάσσαλος αρσενικό

  • ξύλινη, μεταλλική (ή κι από άλλα υλικά) μακρόστενη κατασκευή με μυτερή άκρη, που χρησιμοποιείται για να περιφράξουμε κάτι ή γενικά στην οικοδομική
  1. χοντρό ραβδί από ξύλο ή από μέταλλο που η άκρη του είναι μυτερή
  2. συνώνυμο του παλούκι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πασσᾰλ-
ονομαστική πάσσαλος οἱ πάσσαλοι
      γενική τοῦ πασσάλου
πάσσαλόφι (επικός)
τῶν πασσάλων
      δοτική τῷ πασσάλ τοῖς πασσάλοις
    αιτιατική τὸν πάσσαλον τοὺς πασσάλους
     κλητική ! πάσσαλε πάσσαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πασσάλω
γεν-δοτ τοῖν  πασσάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πάσσαλος ήδη στον Όμηρο < πήγνυμι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: pessulus, νέα ελληνικά: πάσσαλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάσσαλος, -ου αρσενικό, (ιωνικός τύπος )

  1. ξύλινο καρφί σε τοίχο για κρέμασμα αντικειμένων
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 105 (105-108)
    κὰδ δ᾽ ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα λίγειαν, | Δημοδόκου δ᾽ ἕλε χεῖρα καὶ ἔξαγεν ἐκ μεγάροιο | κῆρυξ· ἄρχε δὲ τῷ αὐτὴν ὁδὸν ἥν περ οἱ ἄλλοι | Φαιήκων οἱ ἄριστοι, ἀέθλια θαυμανέοντες.
    Τότε κι ο κήρυκας κρέμασε πάλι τη μελωδική κιθάρα | στο ίδιο ξύλινο καρφί, πήρε απ᾽ το χέρι τον Δημόδοκο | και τον οδήγησε έξω από το παλάτι στον δρόμο που πορεύονταν | οι πρώτοι των Φαιάκων, να δουν και να θαυμάσουν τα αγωνίσματα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 72.4
    χαλινοὺς δὲ καὶ στόμια ἐμβαλόντες ἐς τοὺς ἵππους κατατείνουσι ἐς τὸ πρόσθε αὐτῶν καὶ ἔπειτα ἐκ πασσάλων δέουσι.
    βάζουν στα άλογα χαλινάρι και γκέμια, τα τεντώνουν προς τα εμπρός κι ύστερα τα δένουν σε πασσάλους.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἀνδρομάχη, στίχ. 1122 (1120-1123)
    χωρεῖ δὲ πρύμναν· οὐ γὰρ ἐς καιρὸν τυπεὶς | ἐτύγχαν᾽· ἐξέλκει δὲ καὶ παραστάδος | κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας | ἔστη ᾽πὶ βωμοῦ γοργὸς ὁπλίτης ἰδεῖν,
    Τραβιέται προς τα πίσω, αφού δεν ήτανε | βαριά χτυπημένος κι αρπάζοντας | από τα ξύλινα καρφιά του πρόναου τα όπλα που ήταν κρεμασμένα εκεί, | στάθηκε πάνω στον βωμό ξαγριεμένος
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. φίμωτρο
  3. σφήνα για να ανοίγουν τρύπες
  4. (μεταφορικά) το πέος
    → δείτε παράθεμα στο πάτταλος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία