↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίμωτρο τα φίμωτρα
      γενική του φίμωτρου των φίμωτρων
    αιτιατική το φίμωτρο τα φίμωτρα
     κλητική φίμωτρο φίμωτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φίμωτρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φίμωτρον
 
Σκύλος με κίτρινο φίμωτρο.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfi.mo.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φί‐μω‐τρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φίμωτρο ουδέτερο

  1. δεσμά ή πλέγμα από δέρμα και σπανίως μέταλλο, που κρατούν κλειστό το στόμα του ζώου, ώστε να μη μπορει ούτε να δαγκώσει, αλλά ούτε και να φάει (π.χ. φόλα)
  2. (μεταφορικά) κάτι που εμποδίζει την ελευθερία του λόγου
    ⮡  Δεν θα περάσει το φίμωτρο της χούντας.
    ⮡  Με εκβιάζεις ότι θα με εγκαταλείψεις και βάζεις φίμωτρο στο παράπονό μου.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία