φίμωτρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φίμωτρο | τα | φίμωτρα |
γενική | του | φίμωτρου | των | φίμωτρων |
αιτιατική | το | φίμωτρο | τα | φίμωτρα |
κλητική | φίμωτρο | φίμωτρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φίμωτρο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φίμωτρον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfi.mo.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φί‐μω‐τρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
φίμωτρο ουδέτερο
- δεσμά ή πλέγμα από δέρμα και σπανίως μέταλλο, που κρατούν κλειστό το στόμα του ζώου, ώστε να μη μπορει ούτε να δαγκώσει, αλλά ούτε και να φάει (π.χ. φόλα)
- (μεταφορικά) κάτι που εμποδίζει την ελευθερία του λόγου
- ↪ Δεν θα περάσει το φίμωτρο της χούντας.
- ↪ Με εκβιάζεις ότι θα με εγκαταλείψεις και βάζεις φίμωτρο στο παράπονό μου.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φιμώνω