μέταλλο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέταλλο | τα | μέταλλα |
γενική | του | μετάλλου & μέταλλου |
των | μετάλλων |
αιτιατική | το | μέταλλο | τα | μέταλλα |
κλητική | μέταλλο | μέταλλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέταλλο < ελληνιστική κοινή μέταλλον [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈme.ta.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐ταλ‐λο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μέταλλο ουδέτερο
- χημικό στοιχείο που υπερτερεί από τα άλλα (αμέταλλα) στη στερεότητα, το ειδικό βάρος, τη λάμψη, την αντοχή και είναι αρκετά καλός αγωγός της θερμότητας αλλά και του ηλεκτρισμού
- (μεταφορικά) ευκρινής, καθαρός τόνος φωνής
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μέταλλο στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μέταλλο
Επεξεργασία
- ↑ μέταλλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.