↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταλλογνωσία οι μεταλλογνωσίες
      γενική της μεταλλογνωσίας των μεταλλογνωσιών
    αιτιατική τη μεταλλογνωσία τις μεταλλογνωσίες
     κλητική μεταλλογνωσία μεταλλογνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

μεταλλογνωσία < μέταλλο + -γνωσία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Metallkunde

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταλλογνωσία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία