μεταλλογνωσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμεταλλογνωσία < μέταλλο + -γνωσία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Metallkunde
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταλλογνωσία θηλυκό
- (νεολογισμός) επιστημονικός κλάδος που εξετάζει τις φυσικές ιδιότητες μετάλλων και κραμάτων, αλλιώς «φυσική μεταλλουργία»
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταλλογνωσία