μεταλλόφωνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταλλόφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική métallophone < αρχαία ελληνική μέταλλον + φωνή (-φωνο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.taˈlo.fo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ταλ‐λό‐φω‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταλλόφωνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) γενική ονομασία για κρουστά μουσικά όργανα, με μεταλλικές πλάκες ίδιου πλάτους και πάχους αλλά διαφορετικού μήκους, που παράγουν φθόγγους με τη χρήση μπαγκετών
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταλλόφωνο