μπαγκέτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπαγκέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική baguette < ιταλική bacchetta < λατινική baculum < αρχαία ελληνική βάκτρον (ραβδί, μπαστούνι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαγκέτα θηλυκό
- (μουσική) η ξύλινη ράβδος, η βέργα του μαέστρου
- (μουσική) η ξύλινη ράβδος που χρησιμοποιείται στα κρουστά μουσικά όργανα
- (γαστρονομία) η λεπτή, αφράτη και μακρόστενη φραντζόλα ψωμιού. Χρησιμοποιείται συχνά για σάντουιτς.
- δώστε μου ένα καρβέλι ψωμί και δύο μπαγκέτες, σας παρακαλώ