μπατόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπατόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική bâton (μπαστούνι) [1] < παλαιά γαλλική baston < δημώδης λατινική *bastō (γενική: bastōnis) < υστερολατινική bastum < *bastāre < αρχαία ελληνική βαστάζω [2]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπατόν ουδέτερο άκλιτο
- ονομασία για αντικείμενα με το σχήμα μπαστουνιού ή ραβδιού
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μπατόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «μπαστούνι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.