πεζοπορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζοπορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζοπορία. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -πορία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.zo.poˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐πο‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζοπορία θηλυκό
- πορεία που γίνεται με τα πόδια, περπατώντας
- το περπάτημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζοπορία
Πηγές
επεξεργασία- πεζοπορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πεζοπορία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πεζοπορίᾱ | αἱ | πεζοπορίαι | ||||
γενική | τῆς | πεζοπορίᾱς | τῶν | πεζοποριῶν | ||||
δοτική | τῇ | πεζοπορίᾳ | ταῖς | πεζοπορίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | πεζοπορίᾱν | τὰς | πεζοπορίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | πεζοπορίᾱ | πεζοπορίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πεζοπορίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πεζοπορίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεζοπορία (ελληνιστική κοινή) < πεζοπόρ(ος) + -ία < αρχαία ελληνική πεζοπορώ / πεζοπορέω. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -πορία < αρχαία ελληνική πεζός, πόρος
Πηγές
επεξεργασία- πεζοπορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.