Δείτε επίσης: πεζοπορῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεζοπορώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεζοπορῶ, συνηρημένος τύπος του πεζοπορέω. Συγχρονικά αναλύεται σε πεζο- + -πορώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.zo.poˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζο‐πο‐ρώ

πεζοπορώ, -είς,, πρτ.: πεζοπορούσα, αόρ.: πεζοπόρησα[1] (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πεζός, πορεύομαι και πόρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)