Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεζοπόρος η πεζοπόρα το πεζοπόρο
      γενική του πεζοπόρου της πεζοπόρας του πεζοπόρου
    αιτιατική τον πεζοπόρο την πεζοπόρα το πεζοπόρο
     κλητική πεζοπόρε πεζοπόρα πεζοπόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεζοπόροι οι πεζοπόρες τα πεζοπόρα
      γενική των πεζοπόρων των πεζοπόρων των πεζοπόρων
    αιτιατική τους πεζοπόρους τις πεζοπόρες τα πεζοπόρα
     κλητική πεζοπόροι πεζοπόρες πεζοπόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζοπόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πεζοπόρος < αρχαία ελληνική πεζό(ς) + πόρος. Μορφολογικά αναλύεται σε πεζο- + -πόρος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.zoˈpo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζο‐πό‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

πεζοπόρος, -α, -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζοπόρος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία