πεζοδρόμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζοδρόμος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πεζοδρόμος < αρχαία ελληνική πεζός πεζο- + -δρόμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.zoˈðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐δρό‐μος
- τονικό παρώνυμο: πεζόδρομος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζοδρόμος αρσενικό ή θηλυκό