Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεζοπορικώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεζοπορικώς
<
πεζοπορικός
+
-ώς
Επίρρημα
επεξεργασία
πεζοπορικώς
(
λόγιο
) με τον
τρόπο
του
πεζοπόρου
Άλλες μορφές
επεξεργασία
πεζοπορικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεζοπορικώς
→
δείτε
τη λέξη
πεζοπορικά