Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεζοπορικός η πεζοπορική το πεζοπορικό
      γενική του πεζοπορικού της πεζοπορικής του πεζοπορικού
    αιτιατική τον πεζοπορικό την πεζοπορική το πεζοπορικό
     κλητική πεζοπορικέ πεζοπορική πεζοπορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεζοπορικοί οι πεζοπορικές τα πεζοπορικά
      γενική των πεζοπορικών των πεζοπορικών των πεζοπορικών
    αιτιατική τους πεζοπορικούς τις πεζοπορικές τα πεζοπορικά
     κλητική πεζοπορικοί πεζοπορικές πεζοπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζοπορικός < πεζοπόρος / πεζοπορία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πεζοπορικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία