walking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwalking (en)
- περιπατητικός
- walking shoes
- με τα πόδια, πεζός
- walking tour
- ως παρομοίωση για κάτι εξαιρετικό ή μια ιδιότητα που κάποιος λογικά δεν μπορεί να έχει, ζωντανή απόδειξη
- walking miracle, walking dictionary (το αντίστοιχο της "κινητής βιβλιοθήκης")
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwalking (en)
- το περπάτημα
Εκφράσεις
επεξεργασία- walking wounded (εκείνοι που σε ένα ατύχημα μπορούν να μετακινηθούν από το επικίνδυνο σημείο χωρίς συνδρομή άλλων)
- walking stick και walking cane (τα κουνούπια και άλλα έντομα, καθώς και το μπαστούνι, η ράβδος, η πατερίτσα)
- walking patient (ο περιπατητικός ασθενής)
- walking frame (η περπατούρα)
- walking fern (είδος φτέρης)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαwalking (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του walk