ενικός         πληθυντικός  
pedestrian pedestrians

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pedestrian (en)

  1. ο πεζός
     συνώνυμα: walker
  2. (μεταφορικά) ο κοινότυπος

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία