κοινότυπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοινότυπος < επίθετο κοινότοπος, με αντικατάσταση του δέυτερου συνθετικού τόπος με τύπος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική common type
Επίθετο επεξεργασία
κοινότυπος -η -ο
όρος μεταγενέστερος μα συνηθέστερος του "κοινότοπος"
- → δείτε τη λέξη κοινότοπος.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοινότυπος
→ δείτε τη λέξη κοινότοπος |