πεζολάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεζολάτης < πεζ(ός) + -ο- + -λάτης (< αρχαία ελληνική ἐλαύνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεζολάτης αρσενικό
- (λογοτεχνικό, ποιητικός τύπος) πεζοπόρος, οδοιπόρος
- (λογοτεχνικό, ποιητικός τύπος) πεζικάριος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πεζολάτης
|