Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hike hikes

hike (en)

  1. η πεζοπορία
    ⮡  We went for a hike in Attica.
    Πήγαμε πεζοπορία στην Αττική.
    ⮡  After a two hour hike, we reached the village.
    Ύστερα από δύο ώρες πεζοπορία φτάσαμε στο χωριό.
  2. (ανεπίσημο) η ανατίμηση, μεγάλη ή ξαφνική αύξηση τιμών, κόστους κτλ.
    ⮡  The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
    Η αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο απροχώρητο.
ενεστώτας hike
γ΄ ενικό ενεστώτα hikes
αόριστος hiked
παθητική μετοχή hiked
ενεργητική μετοχή hiking

hike (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πάω πεζοπορία
    ⮡  We went hiking in Attica.
    Πήγαμε πεζοπορία στην Αττική.
    ⮡  We missed the bus and were forced to hike to school.
    Χάσαμε το λεωφορείο κι αναγκαστήκαμε να πάμε πεζοπορία στο σχολείο.
    ⮡  After hiking two hours, we reached the village.
    Ύστερα από δύο ώρες πεζοπορία φτάσαμε στο χωριό.
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) ανατιμώ, αυξάνω τιμές, φόρους κτλ. ξαφνικά και πολύ
    ⮡  The traders at the (street) markets again hiked the prices on produce.
    Οι έμποροι στις λαϊκές ανατίμησαν πάλι τα κηπευτικά.

Συγγενικά

επεξεργασία



  Επίρρημα

επεξεργασία

hike (io)