hike
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hike | hikes |
hike (en)
- η πεζοπορία
- ⮡ We went for a hike in Attica.
- Πήγαμε πεζοπορία στην Αττική.
- ⮡ After a two hour hike, we reached the village.
- Ύστερα από δύο ώρες πεζοπορία φτάσαμε στο χωριό.
- ⮡ We went for a hike in Attica.
- (ανεπίσημο) η ανατίμηση, μεγάλη ή ξαφνική αύξηση τιμών, κόστους κτλ.
- ⮡ The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
- Η αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο απροχώρητο.
- ⮡ The people’s indignation at the constant price hikes has reached the breaking point.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hike |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hikes |
αόριστος | hiked |
παθητική μετοχή | hiked |
ενεργητική μετοχή | hiking |
hike (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) πάω πεζοπορία
- ⮡ We went hiking in Attica.
- Πήγαμε πεζοπορία στην Αττική.
- ⮡ We missed the bus and were forced to hike to school.
- Χάσαμε το λεωφορείο κι αναγκαστήκαμε να πάμε πεζοπορία στο σχολείο.
- ⮡ After hiking two hours, we reached the village.
- Ύστερα από δύο ώρες πεζοπορία φτάσαμε στο χωριό.
- ⮡ We went hiking in Attica.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) ανατιμώ, αυξάνω τιμές, φόρους κτλ. ξαφνικά και πολύ
- ⮡ The traders at the (street) markets again hiked the prices on produce.
- Οι έμποροι στις λαϊκές ανατίμησαν πάλι τα κηπευτικά.
- ⮡ The traders at the (street) markets again hiked the prices on produce.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Ίντο (io)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαhike (io)