Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορεύομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πορεύομαι
<
αρχαία ελληνική
πορεύω
Ρήμα
επεξεργασία
πορεύομαι
βαδίζω
,
μετακινούμαι
,
οδεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πορεύομαι
ρωσικά
:
шагать
(ru)
,
ходить
(ru)