οδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οδεύω < αρχαία ελληνική ὁδεύω
Ρήμα
επεξεργασία
οδεύω
- προχωρώ σε ένα δρόμο και κατευθύνομαι προς ένα προορισμό
- (μεταφορικά)
- η χώρα οδεύει προς την καταστροφή