Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οδεύω < αρχαία ελληνική ὁδεύω

  Ρήμα επεξεργασία

οδεύω

  1. προχωρώ σε ένα δρόμο και κατευθύνομαι προς ένα προορισμό
  2. (μεταφορικά)
    η χώρα οδεύει προς την καταστροφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία