Ετυμολογία

επεξεργασία
πορεύω < πορεύομαι[1] < αρχαία ελληνική πορεύομαι, μεσοπαθητικός τύπος του πορεύω < πόρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-

πορεύω, αόρ.: πόρεψα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πορεύομαι και πόρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
πορεύω ήδη τον 7ο αιώνα < πόρ(ος) + -εύω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-

πορεύω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «πορεύομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.