πορεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορεύω < πορεύομαι[1] < αρχαία ελληνική πορεύομαι, μεσοπαθητικός τύπος του πορεύω < πόρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-
Ρήμα
επεξεργασίαπορεύω, αόρ.: πόρεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) σπάνιος τύπος του πορεύομαι βγάζω τα απαραίτητα για να ζήσω, ζω, συντηρούμαι
- ↪ Πώς τα πορεύεις με τόσο λίγα λεφτά;
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πορεύομαι και πόρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πορεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πορεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πορεύω ήδη τον 7ο αιώνα < πόρ(ος) + -εύω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *per-
Ρήμα
επεξεργασίαπορεύω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v. «πορεύομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πορεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πορεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.