Προφορά

επεξεργασία
 
ΔΦΑ : /xɐˈdʲitʲ/

ходить (ru)

μη συνοπτική όψη1
απαρέμφατο ходи́ть
ζεύγη ρημάτων απλό αυτοπαθές
μη συνοπτικό ходи́ть ходи́ться
συνοπτικό
μέλλοντας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. бу́ду ходи́ть бу́дем ходи́ть
β' πρόσ. бу́дешь ходи́ть бу́дете ходи́ть
γ' πρόσ. бу́дет ходи́ть бу́дут ходи́ть
ενεστώτας ενικός πληθυντικός
α' πρόσ. хожу́ хо́дим
β' πρόσ. хо́дишь хо́дите
γ' πρόσ. хо́дит хо́дят
προστακτική ходи́ ходи́те
μετοχή ενεστώτα ενεργητικής ходя́щий
μετοχή ενεστώτα παθητικής
επιρρηματική μετοχή ενεστώτα ходя́
παρελθόντας ενικός πληθυντικός
αρσενικό ходи́л ходи́ли
θηλυκό ходи́ла
ουδέτερο ходи́ло
μετοχή παρελθόντα ενεργητικής ходи́вший
μετοχή παρελθόντα παθητικής
επιρρηματική μετοχή παρελθόντα ходи́в
ходи́вши
παράγωγα ουσιαστικά хожде́ние
ходьба́
ход

1συχνά σε εγχειρίδια κ' ως "ατελής μορφή" ή "μη τετελεσμένη μορφή"

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία