Ουσιαστικό

επεξεργασία

совершенный вид (ru) (soveršénnyj vid) αρσενικό

  • (γραμματική) συνοπτική (γραμματική) όψη (ρήματος)· σε εγχειρίδια απαντά επίσης ο όρος: "ατελής μορφή"