πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -πορία οι -πορίες
      γενική της -πορίας των -ποριών
    αιτιατική τη(ν) -πορία τις -πορίες
     κλητική -πορία -πορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

-πορία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις πορεία και πορεύομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική -πορί αἱ -πορίαι
      γενική τῆς -πορίᾱς τῶν -ποριῶν
      δοτική τῇ -πορί ταῖς -πορίαις
    αιτιατική τὴν -πορίᾱν τὰς -πορίᾱς
     κλητική ! -πορί -πορίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  -πορί
γεν-δοτ τοῖν  -πορίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

-πορία < -πόρ(ος) ( < πόρος πέρασμα, διάβαση, και έσοδα προμήθειες) + -ία

-πορία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία