-πορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -πορία | οι | -πορίες |
γενική | της | -πορίας | των | -ποριών |
αιτιατική | τη(ν) | -πορία | τις | -πορίες |
κλητική | -πορία | -πορίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία-πορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -πορία. Δείτε πόρος
Επίθημα
επεξεργασία-πορία θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό σύνθετων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει πορεία
- στο μέρος που υποδεικνύει το πρώτο συνθετικό
- με τον τρόπο που υποδεικνύει το πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πορεία και πορεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία -πορία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- -πορία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -πορία. Δείτε πόρος
Επίθημα
επεξεργασία-πορία θηλυκό
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -πορίᾱ | αἱ | -πορίαι |
γενική | τῆς | -πορίᾱς | τῶν | -ποριῶν |
δοτική | τῇ | -πορίᾳ | ταῖς | -πορίαις |
αιτιατική | τὴν | -πορίᾱν | τὰς | -πορίᾱς |
κλητική ὦ! | -πορίᾱ | -πορίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -πορίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -πορίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία-πορία < -πόρ(ος) ( < πόρος πέρασμα, διάβαση, και έσοδα προμήθειες) + -ία
Επίθημα
επεξεργασία-πορία θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό που δηλώνει τον τόπο ή τον τρόπο που γίνεται μια πορεία, ένα πέρασμα
- μετεωροπορία (ταξιδεύω στον αέρα)
- δυσπορία (δυσκολία στο πέρασμα)
- εὐθυπορία
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πορία στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -πορία @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts