πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -φωνος η -φωνη το -φωνο
      γενική του -φωνου της -φωνης του -φωνου
    αιτιατική τον -φωνο τη(ν) -φωνη το -φωνο
     κλητική -φωνε -φωνη -φωνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -φωνοι οι -φωνες τα -φωνα
      γενική των -φωνων των -φωνων των -φωνων
    αιτιατική τους -φωνους τις -φωνες τα -φωνα
     κλητική -φωνοι -φωνες -φωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

-φωνος, -η, -ο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. -φωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
  • -φωνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / -φωνος τὸ -φωνον
      γενική τοῦ/τῆς -φώνου τοῦ -φώνου
      δοτική τῷ/τῇ -φών τῷ -φών
    αιτιατική τὸν/τὴν -φωνον τὸ -φωνον
     κλητική ! -φωνε -φωνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ -φωνοι τὰ -φων
      γενική τῶν -φώνων τῶν -φώνων
      δοτική τοῖς/ταῖς -φώνοις τοῖς -φώνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς -φώνους τὰ -φων
     κλητική ! -φωνοι -φων
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -φώνω τὼ -φώνω
      γεν-δοτ τοῖν -φώνοιν τοῖν -φώνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
-φωνος < φων(ή) + -ος