γαλλόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γαλλόφωνος < (καθαρεύουσα)< γαλλό- + -φωνος
Επίθετο
επεξεργασίαγαλλόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα γαλλικά
- ⮡ συγκρίνετε με το γαλλόγλωσσος
- που αναφέρεται σε ανθρώπους που μιλούν γαλλικά
- ⮡ οι γαλλόφωνες περιοχές του Καναδά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλλόφωνος αρσενικό
- που είναι γαλλόφωνος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαλλόφωνος
Πηγές
επεξεργασία- γαλλόφωνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας