πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μητρικός η μητρική το μητρικό
      γενική του μητρικού της μητρικής του μητρικού
    αιτιατική τον μητρικό τη μητρική το μητρικό
     κλητική μητρικέ μητρική μητρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μητρικοί οι μητρικές τα μητρικά
      γενική των μητρικών των μητρικών των μητρικών
    αιτιατική τους μητρικούς τις μητρικές τα μητρικά
     κλητική μητρικοί μητρικές μητρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

μητρικός, -ή, -ό

  1. που προέρχεται από τη μητέρα
    παράδειγμα  μητρικό γάλα
    παράδειγμα  μητρική στοργή
    παράδειγμα  μητρικό ένστικτο/φίλτρο
  2. ο σχετικός με το όργανο της μήτρας
    παράδειγμα  το μητρικό περίβλημα
    παράδειγμα  μητρικά προβλήματα (γυναικολογικά)
    παράδειγμα  εμβρυο-μητρική ιατρική
    παράδειγμα  μητρική κοιλότητα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • μητρική γλώσσα: η πρώτη και βασική γλώσσα που μαθαίνει ένα παιδί, συνήθως (αλλά όχι πάντα) από την οικογένειά του -τα ελληνικά π.χ. είναι μητρική γλώσσα και για ένα παιδί που μεγαλώνει σε ελληνικό ορφανοτροφείο
  • μητρικό φίλτρο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία