μητρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μητρικός | η | μητρική | το | μητρικό |
γενική | του | μητρικού | της | μητρικής | του | μητρικού |
αιτιατική | τον | μητρικό | τη | μητρική | το | μητρικό |
κλητική | μητρικέ | μητρική | μητρικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μητρικοί | οι | μητρικές | τα | μητρικά |
γενική | των | μητρικών | των | μητρικών | των | μητρικών |
αιτιατική | τους | μητρικούς | τις | μητρικές | τα | μητρικά |
κλητική | μητρικοί | μητρικές | μητρικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μητρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μητρικός[1] < μήτηρ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.tɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐τρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαμητρικός, -ή, -ό
- που προέρχεται από τη μητέρα
- ↪ μητρικό γάλα
- ↪ μητρική στοργή
- ↪ μητρικό ένστικτο/φίλτρο
- ο σχετικός με το όργανο της μήτρας
Εκφράσεις
επεξεργασία- μητρική γλώσσα: η πρώτη και βασική γλώσσα που μαθαίνει ένα παιδί, συνήθως (αλλά όχι πάντα) από την οικογένειά του -τα ελληνικά π.χ. είναι μητρική γλώσσα και για ένα παιδί που μεγαλώνει σε ελληνικό ορφανοτροφείο
- μητρικό φίλτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μητρικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μητρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας