motherly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | motherly |
συγκριτικός | more motherly |
υπερθετικός | most motherly |
motherly (en)
- μητρικός
- ⮡ motherly love - μητρική αγάπη
Πηγές
επεξεργασία- motherly - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 551. ISBN 9780194325684., λήμμα: μητρικός