native
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | native |
συγκριτικός | more native |
υπερθετικός | most native |
native (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) γενέθλιος, μητρικός, φυσικός, σχετικά με τον τόπο που γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου
- ⮡ native land/city - γενέθλια γη/πόλη
- ⮡ our native language - η μητρική μας γλώσσα
- ⮡ a native speaker of a language - φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ιθαγενής, γηγενής, αυτόχθων, σχετικά με τους ανθρώπους που αρχικά ζούσαν σε μια χώρα πριν έρθουν άλλοι άνθρωποι
- ⮡ the native inhabitants of Papa Nee Guinea - οι ιθαγενείς κάτοικοι της Παπουασίας
- ⮡ a native community - γηγενής κοινότητα
- ⮡ a native Athenian - αυτόχθων Αθηναίος
- καταγόμενος, για ζώα και φυτά που υπάρχουν φυσικά σε έναν τόπο
- ⮡ plants/animals native to Brazil - φυτά/ζώα καταγόμενα από τη Βραζιλία
- ⮡ Native Australian trees recently came to Europe.
- Τα καταγόμενα από την Αυστραλία δέντρα ήρθαν πρόσφατα στην Ευρώπη.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) έμφυτος, που έχω από τη φύση μου
- ⮡ a native ability - έμφυτη ικανότητα
- ατόφιος, για ένα μέταλλο ή άλλο ορυκτό που βρίσκεται σε καθαρή κατάσταση
- ⮡ native gold - ατόφιο χρυσάφι
- (πληροφορική) το εγγενές λογισμικό
- ⮡ You might not find a native Windows 10 driver.
- Ενδέχεται να μην βρείτε εγγενείς οδηγούς συσκευών των Windows 10.
- ⮡ You might not find a native Windows 10 driver.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
native | natives |
native (en)
- ο καταγόμενος, ο γηγενής, ένα πρόσωπο που γεννήθηκε σε μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή
- ⮡ As a native of a mountain village, she had never seen the sea.
- Ως καταγόμενη από ορεινό χωριό, δεν είχε δει ποτέ της θάλασσα.
- ⮡ I’m a native Spartan.
- Κατάγομαι από τη Σπάρτη.
- ⮡ As a native of a mountain village, she had never seen the sea.
Πηγές
επεξεργασία- native (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- native (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 184, 551. ISBN 9780194325684., λήμμα: γενέθλιος, μητρικός