Δείτε επίσης: ἰθαγενής
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιθαγενής η ιθαγενής το ιθαγενές
      γενική του ιθαγενούς* της ιθαγενούς του ιθαγενούς
    αιτιατική τον ιθαγενή την ιθαγενή το ιθαγενές
     κλητική ιθαγενή(ς) ιθαγενής ιθαγενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιθαγενείς οι ιθαγενείς τα ιθαγενή
      γενική των ιθαγενών των ιθαγενών των ιθαγενών
    αιτιατική τους ιθαγενείς τις ιθαγενείς τα ιθαγενή
     κλητική ιθαγενείς ιθαγενείς ιθαγενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Δείτε και την κλίση του ουσιαστικού.
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιθαγενής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰθαγενής
το ουσιαστικό < ουσιαστικοποιημένο επίθετο, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική indigène ή από τη αγγλική native

  Επίθετο

επεξεργασία

ιθαγενής, -ής, -ές

  1. που ανήκει στον λαό που υπήρχε σε μια χώρα πριν την αποικιοκράτησή της
    οι ιθαγενείς κάτοικοι της Παπουασίας
     συνώνυμα: ντόπιος
  2. (μεταφορικά) που κατάγεται από τη χώρα για την οποία μιλούμε, που δεν το έφεραν από αλλού
    η χαρουπιά είναι ιθαγενές είδος στην Ελλάδα
    ※  Πώς διακρίνεται κάτι εντόπιο και ιθαγενές από κάτι αλλότριο και οθνείο; (Κωνσταντίνος Χριστόπουλος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, 2021 Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη: το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα [1]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ιθαγενής οι ιθαγενείς
      γενική του
του/της
ιθαγενή
ιθαγενούς
των ιθαγενών
    αιτιατική τον/την ιθαγενή τους/τις ιθαγενείς
     κλητική ιθαγενή ιθαγενείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού,
σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής».
Δείτε και την κλίση του επιθέτου.
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ιθαγενής αρσενικό ή θηλυκό

  • που γεννήθηκε σε μια χώρα, σε αντίθεση με τους αποίκους της
    μελέτησε τα ήθη και έθιμα των ιθαγενών

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία