άποικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | άποικος | οι | άποικοι |
γενική | του/της του |
αποίκου άποικου |
των | αποίκων |
αιτιατική | τον/την | άποικο | τους/τις τους |
αποίκους άποικους |
κλητική | άποικε | άποικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈa.pi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ποι‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάποικος αρσενικό ή θηλυκό
- ο κάτοικος μιας αποικίας
- μετά τον Επταετή πόλεμο επιδεινώθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των Αμερικανών αποίκων και της Μεγάλης Βρετανίας
- αυτός που φεύγει από τη χώρα του για να ιδρύσει μαζί με άλλους μια αποικία
- → δείτε και τη λέξη έποικος