αποικίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποικίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποικίζω[1]
Ρήμα
επεξεργασίααποικίζω (παθητική φωνή: αποικίζομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποικίζω | αποίκιζα | θα αποικίζω | να αποικίζω | αποικίζοντας | |
β' ενικ. | αποικίζεις | αποίκιζες | θα αποικίζεις | να αποικίζεις | αποίκιζε | |
γ' ενικ. | αποικίζει | αποίκιζε | θα αποικίζει | να αποικίζει | ||
α' πληθ. | αποικίζουμε | αποικίζαμε | θα αποικίζουμε | να αποικίζουμε | ||
β' πληθ. | αποικίζετε | αποικίζατε | θα αποικίζετε | να αποικίζετε | αποικίζετε | |
γ' πληθ. | αποικίζουν(ε) | αποίκιζαν αποικίζαν(ε) |
θα αποικίζουν(ε) | να αποικίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποίκισα | θα αποικίσω | να αποικίσω | αποικίσει | ||
β' ενικ. | αποίκισες | θα αποικίσεις | να αποικίσεις | αποίκισε | ||
γ' ενικ. | αποίκισε | θα αποικίσει | να αποικίσει | |||
α' πληθ. | αποικίσαμε | θα αποικίσουμε | να αποικίσουμε | |||
β' πληθ. | αποικίσατε | θα αποικίσετε | να αποικίσετε | αποικίστε | ||
γ' πληθ. | αποίκισαν αποικίσαν(ε) |
θα αποικίσουν(ε) | να αποικίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποικίσει | είχα αποικίσει | θα έχω αποικίσει | να έχω αποικίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποικίσει | είχες αποικίσει | θα έχεις αποικίσει | να έχεις αποικίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποικίσει | είχε αποικίσει | θα έχει αποικίσει | να έχει αποικίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποικίσει | είχαμε αποικίσει | θα έχουμε αποικίσει | να έχουμε αποικίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποικίσει | είχατε αποικίσει | θα έχετε αποικίσει | να έχετε αποικίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποικίσει | είχαν αποικίσει | θα έχουν αποικίσει | να έχουν αποικίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αποικίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας