Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποικίζω < ἀπό + οἰκίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποικίζω ( & ἀποικιῶ & ἀποικέω)

  1. στέλνω κάποιον μακριά από την πατρίδα, αποικίζω ένα τόπο στέλνοντας εκεί κόσμο
    δρυμοὺς ἐρήμους καὶ πάγους ἀποικιεῖ
  2. μετακινούμαι εγώ μακριά από τον τόπο μου και ζω εκεί, μεταναστεύω
    ἐν μακάρων νήσοις ἀπῳκίσθαι
  3. απέχω από κάτι, είμαι μακριά (και σαν έννοια όχι μόνον για έμψυχα)
  4. εξαφανίζω

Σύνθετα επεξεργασία