αποικίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποικίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποικίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποικίζομαι | αποικιζόμουν(α) | θα αποικίζομαι | να αποικίζομαι | ||
β' ενικ. | αποικίζεσαι | αποικιζόσουν(α) | θα αποικίζεσαι | να αποικίζεσαι | (αποικίζου) | |
γ' ενικ. | αποικίζεται | αποικιζόταν(ε) | θα αποικίζεται | να αποικίζεται | ||
α' πληθ. | αποικιζόμαστε | αποικιζόμαστε αποικιζόμασταν |
θα αποικιζόμαστε | να αποικιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποικίζεστε | αποικιζόσαστε αποικιζόσασταν |
θα αποικίζεστε | να αποικίζεστε | (αποικίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποικίζονται | αποικίζονταν αποικιζόντουσαν |
θα αποικίζονται | να αποικίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποικίστηκα | θα αποικιστώ | να αποικιστώ | αποικιστεί | ||
β' ενικ. | αποικίστηκες | θα αποικιστείς | να αποικιστείς | αποικίσου | ||
γ' ενικ. | αποικίστηκε | θα αποικιστεί | να αποικιστεί | |||
α' πληθ. | αποικιστήκαμε | θα αποικιστούμε | να αποικιστούμε | |||
β' πληθ. | αποικιστήκατε | θα αποικιστείτε | να αποικιστείτε | αποικιστείτε | ||
γ' πληθ. | αποικίστηκαν αποικιστήκαν(ε) |
θα αποικιστούν(ε) | να αποικιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποικιστεί | είχα αποικιστεί | θα έχω αποικιστεί | να έχω αποικιστεί | αποικισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποικιστεί | είχες αποικιστεί | θα έχεις αποικιστεί | να έχεις αποικιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποικιστεί | είχε αποικιστεί | θα έχει αποικιστεί | να έχει αποικιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποικιστεί | είχαμε αποικιστεί | θα έχουμε αποικιστεί | να έχουμε αποικιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποικιστεί | είχατε αποικιστεί | θα έχετε αποικιστεί | να έχετε αποικιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποικιστεί | είχαν αποικιστεί | θα έχουν αποικιστεί | να έχουν αποικιστεί |