αποικώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποικώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποικῶ / ἀποικέω
Ρήμα επεξεργασία
αποικώ
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αποικίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποικώ
|
Δείτε επίσης : ἀποικῶ |
αποικώ
|