Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποικώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀποικῶ
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποικώ
< (
διαχρονικό δάνειο
)
αρχαία ελληνική
ἀποικῶ
/
ἀποικέω
Ρήμα
επεξεργασία
αποικώ
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
αποικίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποικώ
→
δείτε
τη λέξη
αποικίζω