αυτόχθων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αυτόχθων & αυτόχθονας |
η | αυτόχθων | το | αυτόχθον |
γενική | του | αυτόχθονος & αυτόχθονα |
της | αυτόχθονος | του | αυτόχθονος |
αιτιατική | τον | αυτόχθονα | την | αυτόχθονα | το | αυτόχθον |
κλητική | αυτόχθων & αυτόχθονα |
αυτόχθων | αυτόχθον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αυτόχθονες | οι | αυτόχθονες | τα | αυτόχθονα |
γενική | των | αυτοχθόνων | των | αυτοχθόνων | των | αυτοχθόνων |
αιτιατική | τους | αυτόχθονες | τις | αυτόχθονες | τα | αυτόχθονα |
κλητική | αυτόχθονες | αυτόχθονες | αυτόχθονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτόχθων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτόχθων < αὐτός + χθών, χθονός (γη)
Επίθετο
επεξεργασίααυτόχθων, -ων, -ον
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτόχθων αρσενικό
- (λόγιο) που κατοικεί από την αρχή στη γη των προγόνων του
- άλλες μορφές: αυτόχθονας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
και |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτόχθων