χθών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χθων- χθον- | |||||
ονομαστική | ἡ | χθών | αἱ | χθόνες | |
γενική | τῆς | χθονός | τῶν | χθονῶν | |
δοτική | τῇ | χθονῐ́ | ταῖς | χθοσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὴν | χθόνᾰ | τὰς | χθόνᾰς | |
κλητική ὦ! | χθών | χθόνες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χθόνε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χθονοῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'χθών' όπως «χθών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χθών < πρωτοελληνική *kʰtʰṓn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰéǵʰōm
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχθών θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- χθών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χθών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.