Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεότητα οι θεότητες
      γενική της θεότητας των θεοτήτων
    αιτιατική τη θεότητα τις θεότητες
     κλητική θεότητα θεότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεότης[1] < αρχαία ελληνική θεός < πρωτοελληνική *tʰehós < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή < *dʰéh₁s < *dʰeh₁- (κάνω, θέτω) + *-s

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θeˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θε‐ό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεότητα θηλυκό

  1. (θρησκεία) άλλη μορφή του θεός
  2. (θρησκεία) η φύση και οι ιδιότητες του θεού

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη θεός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

θεότητα