θεότης
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεότης < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θεότης. Συγχρονικά αναλύεται σε θε(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεότης θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θεός
Πηγές
επεξεργασία- θεότης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θεότης | αἱ | θεότητες | ||||
γενική | τῆς | θεότητος | τῶν | θεοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | θεότητῐ | ταῖς | θεότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | θεότητᾰ | τὰς | θεότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | θεότης | θεότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θεοτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεότης < αρχαία ελληνική θεός, θέμα θε- + -ότης.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: θεότης ⇘ νέα ελληνικά: θεότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεότης θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- θεότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.