Δείτε επίσης: θεϊκός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοτικός η θεοτική το θεοτικό
      γενική του θεοτικού της θεοτικής του θεοτικού
    αιτιατική τον θεοτικό τη θεοτική το θεοτικό
     κλητική θεοτικέ θεοτική θεοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοτικοί οι θεοτικές τα θεοτικά
      γενική των θεοτικών των θεοτικών των θεοτικών
    αιτιατική τους θεοτικούς τις θεοτικές τα θεοτικά
     κλητική θεοτικοί θεοτικές θεοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοτικός < μεσαιωνική ελληνική θεοτικός < ελληνιστική κοινή θεότης < αρχαία ελληνική θεός

  Επίθετο επεξεργασία

θεοτικός

  1. που έχει σχέση με τη θεότητα και τις ενέργειες που γίνονται να προσελκυστεί η ευμένεια ή το έλεός της ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) θεοτικά: (λαϊκότροπο) ενέργειες που γίνονται να προσελκυστεί η ευμένεια μιας θεότητας ή το έλεός της ή αναφέρεται σ’ αυτές (ιδίως για θεραπεία νόσου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία