θεϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θεϊκός | η | θεϊκή | το | θεϊκό |
γενική | του | θεϊκού | της | θεϊκής | του | θεϊκού |
αιτιατική | τον | θεϊκό | τη | θεϊκή | το | θεϊκό |
κλητική | θεϊκέ | θεϊκή | θεϊκό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θεϊκοί | οι | θεϊκές | τα | θεϊκά |
γενική | των | θεϊκών | των | θεϊκών | των | θεϊκών |
αιτιατική | τους | θεϊκούς | τις | θεϊκές | τα | θεϊκά |
κλητική | θεϊκοί | θεϊκές | θεϊκά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαθεϊκός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεϊκός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θe.iˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θε‐ϊ‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαθεϊκός, -ή, -ό
- (θρησκεία) που ανήκει ή αναφέρεται στο θεό
- ⮡ η θεϊκή αποκάλυψη
- (μεταφορικά) που ξεχωρίζει σε ομορφιά, χάρη, ικανότητα
- ⮡ θεϊκό παγωτό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεϊκός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θεϊκός | ἡ | θεϊκή | τὸ | θεϊκόν |
γενική | τοῦ | θεϊκοῦ | τῆς | θεϊκῆς | τοῦ | θεϊκοῦ |
δοτική | τῷ | θεϊκῷ | τῇ | θεϊκῇ | τῷ | θεϊκῷ |
αιτιατική | τὸν | θεϊκόν | τὴν | θεϊκήν | τὸ | θεϊκόν |
κλητική ὦ! | θεϊκέ | θεϊκή | θεϊκόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | θεϊκοί | αἱ | θεϊκαί | τὰ | θεϊκᾰ́ |
γενική | τῶν | θεϊκῶν | τῶν | θεϊκῶν | τῶν | θεϊκῶν |
δοτική | τοῖς | θεϊκοῖς | ταῖς | θεϊκαῖς | τοῖς | θεϊκοῖς |
αιτιατική | τοὺς | θεϊκούς | τὰς | θεϊκᾱ́ς | τὰ | θεϊκᾰ́ |
κλητική ὦ! | θεϊκοί | θεϊκαί | θεϊκᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θεϊκώ | τὼ | θεϊκᾱ́ | τὼ | θεϊκώ |
γεν-δοτ | τοῖν | θεϊκοῖν | τοῖν | θεϊκαῖν | τοῖν | θεϊκοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαθεϊκός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική θε(ῖος) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαθεϊκός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερη μορφή του θεῖος
Πηγές
επεξεργασία- θεϊκός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.