Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

θεϊκοῖς αρσενικό ή ουδέτερο

  1. δοτική πληθυντικού, αρσενικού γένους του θεϊκός
  2. δοτική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (θεϊκόν) του θεϊκός

Δείτε επίσης επεξεργασία