Δείτε επίσης: sublimé

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sublime sublimes

sublime (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sublime sublimes

sublime (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία



  Επίθετο

επεξεργασία

sublime (it)

  1. ψηλός
  2. (μεταφορικά) ύψιστος, θαυμάσιος