Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sublimé sublimés
θηλυκό sublimée sublimées

sublimé (fr)

  1. που παράγεται από εξάχνωση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sublimé sublimés

sublimé (fr) αρσενικό

  1. (χημεία) στερεά ουσία που παράγεται από άμεση συμπύκνωση ενός παραγώγου εξάχνωσης

Συγγενικά

επεξεργασία