sublimé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sublimé | sublimés |
θηλυκό | sublimée | sublimées |
sublimé (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sublimé | sublimés |
sublimé (fr) αρσενικό
- (χημεία) στερεά ουσία που παράγεται από άμεση συμπύκνωση ενός παραγώγου εξάχνωσης